Ζητήσαμε από τον Ελληνοράπτη Αριστείδη Τζονευράκη* να μας μιλήσει για την ιστορία της φουστανέλας αλλά και πώς φοριόταν σε διαφορετικές περιοχές της χώρας.
*Ο ράφτης και κεντητής από το Άργος Αριστείδης Τζονευράκης – ιδρυτής του Αριστοτέχνημα Παραδοσιακές φορεσιές– δημιουργεί σήμερα περίτεχνες παραδοσιακές φορεσιές αλλά και σύγχρονα ενδύματα και αξεσουάρ εμπνευσμένα από την ελληνική παράδοση. Το 2021 συνεργάστηκε με τον γαλλικό Οίκο Dior στη συλλογή Cruise 2022 κεντώντας με τη μοναδική τεχνική του 2 δημιουργίες.
Η φουστανέλα και η εξέλιξή της μέσα στο χρόνο
«Η πιο πιθανή θεωρία για την καταγωγή της φουστανέλας είναι του αρχαιολόγου Α. Κεραμόπουλου ο οποίος υποστήριξε πως προέρχεται από το ρωμαϊκό στρατιωτικό ένδυμα και πως πέρασε με τους μισθοφόρους των Ρωμαίων στην Ήπειρο. Άλλωστε και το όνομά της οφείλεται στο είδος του υφάσματος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή της « fustagno» που στα Ιταλικά είναι το βαμβακερό ύφασμα με το υποκοριστικό «ella» που σημαίνει μικρό φουστάνι. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Επιδαύρου εκτίθεται ακέφαλο άγαλμα Ρωμαίου αξιωματούχου όπου φαίνεται καθαρά ότι φοράει μια φούστα πάνω από τον κοντό χιτώνα. Η φούστα αυτή είναι ουσιαστικά ένα ύφασμα διπλωμένο κατά μήκος στα δύο, και στην πτυχή που διαμορφώνεται έχει περαστεί μια ζώνη, πάνω στην οποία έχει σουρωθεί το ύφασμα, όπως δηλαδή φορούσαν αρχικά τα σκωτσέζικα kilt.
H υπερβολική συγκέντρωση υφάσματος στην μέση, οδήγησε κάποια στιγμή στη δημιουργία ενός σύνθετου ενδύματος, κομμένου και ραμμένου με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι στενό στην μέση και φαρδύ στον ποδόγυρο. Την τωρινή φουστανέλα. Η φουστανέλα στον Ελλαδικό χώρο φορέθηκε αρχικά από τους αρματολούς, τους κλέφτες και τους αγωνιστές 1821. Η Ελληνική φουστανέλα στην αρχική της μορφή ήταν μακριά και έφθανε περίπου μέχρι τον αστράγαλο. Κόντυνε με τον καιρό, για να φθάσει στο σημερινό μήκος, περίπου στο ύψος της περιφέρειας των γοφών, όπως δηλαδή φοριέται από αρκετούς χορευτές των φολκλορικών συγκροτημάτων.
Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, καθιερώθηκε από τον Όθωνα ως αυλικό ένδυμα και σιγά-σιγά εξαπλώθηκε ως γιορτινή φορεσιά σε όλους τους αγροτικούς και ποιμενικούς πληθυσμούς της χώρας, με κάποιες διαφοροποιήσεις ανά περιοχή. Εκείνη την εποχή μια φορεσιά με φουστανέλα αποτελούνταν από ένα εσώρουχο, ένα λευκό βαμβακερό ή μεταξωτό πουκάμισο, κάλτσες και μαύρες γόβες τις λεγόμενες και κουντούρες. Είχε ακόμα ένα ζευγάρι περικνημίδες με καπάκι στον ταρσό, που δεν το συναντάμε σε παλαιότερες εποχές. Το μήκος της φουστανέλας έφθανε μέχρι τον αστράγαλο, αλλά ως αυλικό ένδυμα καθιερώθηκε το μήκος λίγο κάτω από το γόνατο.
Η επίσημη φορεσιά των αξιωματικών έπρεπε να έχει τρία γιλέκα. Πρώτα φοριόταν το γιλέκι που κούμπωνε στο κέντρο του στήθους, από επάνω φοριόταν η φέρμελη – που έμενε πάντα ξεκούμπωτη και είχε μακριά μανίκια (τα οποία όταν δεν τα φορούσαν, κρέμονταν στην πλάτη) και τελευταίο έμπαινε το φερμεδογέλεκο που και αυτό έμενε ξεκούμπωτο. Την μέση έζωνε ένα ζωνάρι μεταξωτό μήκους περίπου 4 μέτρων και δένονταν με συγκεκριμένο τρόπο. Σημαντικό εξάρτημα της φουστανέλας των αξιωματικών αλλά και γενικά των αγωνιστών ήταν το σελάχι, μια ζώνη θήκη όπου έβαζαν τα όπλα τους. Ως σχήμα φέρνει στο νου την θήκη του αρχαίου τόξου και αναλογίζεται κανείς μήπως είναι εξέλιξη αυτής ακριβώς της θήκης. Η έρευνα για αυτό το θέμα συνεχίζεται.
Οι επίσημες ενδυμασίες με φουστανέλα συχνά συνοδεύονταν με μια βελούδινη ή τσόχινη φούστα, τον λεγόμενο και ντουλαμά, που κάλυπτε την φουστανέλα και ήταν κεντημένος με χρυσά ή μεταξωτά νήματα. Το κεφαλοκάλυμμα είχε ως βάση το φέσι σε συνδυασμό με διάφορα σαρίκια από μεταξωτά ζωνάρια δεμένα με πολλή φαντασία.
Στον βορειοελλαδικό χώρο μια παραλλαγή της φουστανέλας φορέθηκε μόνο από τους Βλάχους και τους Σαρακατσάνους, άνδρες και γυναίκες. Στα καρναβάλια της Μακεδονίας, η φορεσιά με φουστανέλα υποδηλώνει πάντα τον πολεμιστή, (τον τσαούση, τον γενίτσαρο).
Στην Πελοπόννησο η φορεσιά της φουστανέλας, που καθιερώθηκε και φοριόταν ως επίσημο ένδυμα από τον απλό κόσμο, είχε ως βάση την επίσημη φορεσιά των αξιωματικών. Δηλαδή ένα εσώρουχο, ένα βαμβακερό πουκάμισο, τη μακριά φουστανέλα, περίπου κάτω από το γόνατο, και στη μέση ένα μαύρο μάλλινο πλεκτό ζωνάρι και για κεφαλοκάλυμμα ένα μαύρο μαντήλι, το μπαρέζι, που έμπαινε με συγκεκριμένο τρόπο. Το γιλέκο ήταν πάντα μπλε σκούρο με μαύρα κεντήματα εκτός από τις περιπτώσεις του γαμπριάτικου που είναι υπόλευκο με κόκκινα κεντήματα και κουμπώνει σταυρωτά. Στα πόδια φορούσαν μαύρες γόβες ή αλλιώς κουντούρες και από πάνω τους τις περικνημίδες τα λεγόμενα και τύρκια που πάντα είναι στην ίδια απόχρωση με το γιλέκο. Τα τύρκια τα στερέωναν με τις υφαντές καλτσοδέτες τις γονατάρες. Μόνο οι Νησιώτες και οι περιοχές που εξακολουθούσαν να ανήκουν στην τότε οθωμανική αυτοκρατορία διατήρησαν την τοπική τους ενδυμασία και δεν υιοθέτησαν την φορεσιά της φουστανέλας.
Η Στολή της Προεδρικής φρουράς
Η στολή της Ανακτορικής παλαιότερα και τώρα Προεδρικής Φρουράς προέρχεται από το τρόπο που φορούσαν τη φουστανέλα στη Ρούμελη. Εικάζεται πως καθιερώθηκε αυτός ο τύπος της φορεσιάς χάρη στη μεγάλη επιρροή που είχαν οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί στο στράτευμα.
Σε αυτή τη στολή έχουν δοθεί κάποιοι συμβολισμοί στα εξαρτήματα για να τονίσουν Ελληνικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη φουστανέλα, ένα ένδυμα που η Ελληνικότητα του έχει κατοχυρωθεί από την ιστορία μας. Τέτοιοι συμβολισμοί στις ραφές και στα εξαρτήματα είναι για παράδειγμα οι 400 λόξες (πιέτες) της φουστανέλας, που συμβολίζουν τα 400 χρόνια σκλαβιάς, πράγμα που δεν ισχύει γιατί το νούμερο αυτό είναι αποτέλεσμα καθαρά κατασκευαστικό καθώς υπάρχουν 400 λόξες μόνο στην περίπτωση της προεδρικής φουστανέλας, ενώ η παραδοσιακή έχει 250.
Επίσης το κόκκινο χρώμα του τσαρουχιού δηλώνει το αίμα που χύθηκε κατά την επανάσταση και η μαύρη φούντα του το πένθος προς τιμήν των πεσόντων, πράγμα που δεν ισχύει επίσης. Γιατί το χρώμα του τσαρουχιού οφειλόταν στο διαθέσιμο υλικό που υπήρχε εκείνη την εποχή, το οποίο ήταν εισαγόμενο από το Μαρόκο. Εκεί ειδικεύονταν στην επεξεργασία δέρματος και του έδιναν μια καφεκόκκινη απόχρωση. Επίσης η φούντα ήταν μαύρη γιατί ήταν το μόνο χρώμα που μπορούσε να κρύψει καλά το αιχμηρό αντικείμενο το οποίο χρησίμευε ως όπλο.
Η στολή αποτελείται από ένα εσώρουχο, μια κοντή φουστανέλα- (λίγο πιο πάνω από το γόνατο), βαμβακερό πουκάμισο και 2 γιλέκα. Το εσωτερικό γιλέκι το οποίο κούμπωνε στο κέντρο του στήθους και η φέρμελη που παρέμενε ανοιχτή και είχε μακριά μανίκια, που είτε τα φορούσαν είτε τα έριχναν στην πλάτη. Το χρώμα τους είναι υπόλευκο με κεντήματα από λευκά και μαύρα τεχρίλια. Στην περίπτωση της Προεδρικής Φρουράς τα δύο γιλέκα έχουν προσαρμοστεί σε ένα. Στην μέση φορούν ένα δίχρωμο ζωνάρι, συνήθως μπλε άσπρο και για κεφαλοκάλυμμα χρησιμοποιούν το φέσι ενώ παλαιότερα φοριόταν το καλπάκι (ένας τύπος μαύρου γούνινου καπέλου). Τέλος στα πόδια φορούν τσαρούχια και στο ύψος του γονάτου τις υφαντές καλτσοδέτες ή γονατάρες».
Άρθρο του Αριστείδη Τζονευράκη. Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο της Ιωάννας Παπαντωνίου με τίτλο «Η Ελληνική ενδυμασία από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα».
Παρακάτω δημιουργίες του Α. Τζονευράκη. Credit Photo Σαράντος Καχριμάνης.