Η πορφύρα, γνωστή και ως βασιλική βαφή, ήταν η ακριβότερη βαφή της αρχαιότητας, ένα ιερό χρώμα, σύμβολο δύναμης και εξουσίας. Από 12.000 κοχύλια έβγαιναν μόνο ελάχιστα γραμμάρια πορφύρας ικανά να βάψουν μόνον το περίγυρο ενός απλού ενδύματος γι’αυτό και κάθε πορφυρό ένδυμα άξιζε το βάρος του σε χρυσό.
Καθηγήτριας Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Σύμφωνα με μια μυθολογική παράδοση (Πολυδεύκης- Ονομαστικόν Ι, 45) ο σκύλος του Ηρακλή, μασώντας ένα Murex (πορφύρα, το θαλασσινό μαλάκιο, από το οποίο παράγεται η πολύτιμη βαφη) βάφτηκε κόκκινος. Παρατηρώντας τον η νύμφη Φοινίκη, ανακάλυψε τον τρόπο παραγωγής του πορφυρού χρώματος. Αυτό κατά τον Πολυδεύκη συνέβη επτά γενεές πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Άλλοι μύθοι αναφέρονται στον βασιλιά Φοίνικα, αδελφό του Θηβαίου Κάδμου και της Ευρώπης, ο οποίος ίδρυσε την πόλη Τύρο, όπου κατασκευάζονταν τα καλύτερα πορφυρά υφάσματα. Γι’αυτόν τον λόγο, ίσως, οι πρώτοι ιστοριογράφοι της αρχαίας Ελλάδας αναφέρονται στη λέξη Φοίνιξ με την έννοια του ερυθρού, αλλά χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για το εθνικό όνομα “Φοίνιξ”. Αναφέρουν επίσης όστρεα στις ακτές του Λιβάνου. Οι Φοίνικες, παραγωγοί της βασιλικής πορφύρας κατά την 1η χιλιετηρίδα π.Χ., ήταν και οι κύριοι έμποροι πορφυρών υφασμάτων. Νεότερες θεωρίες όμως απορρίπτουν τους μύθους και τις παραδόσεις που συνδέουν το όνομα των Φοινίκων με την ανακάλυψη της πορφύρας. Από γλωσσολογικής απόψεως υποστηρίζεται ότι η λέξη πορφύρα έχει άμεση σχέση με το ελληνικό ρήμα “πορφυρώ” που σημαίνει βράζω, μια γλωσσολογική μορφή του ελληνικού “φύρω”. Αφορά δηλαδή “κάτι που πρόκειται να βράσει”. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι τα υφάσματα πριν βυθιστούν στην υγρή βαφή της πορφύρας, έπρεπε να έχουν βράσει σε δυνατή φωτιά για αρκετές μέρες.
Η χρήση της πορφύρας αναφέρεται και στα Ομηρικά Έπη. Η Ανδρομάχη και η Ελένη κεντούν πορφυρά υφάσματα, ενώ η τέφρα του Έκτορα τοποθετήθηκε σε πορφυρό ύφασμα. Ο Δίας αναγνώρισε και έσωσε τον Περσέα χάρη στα πορφυρά του ενδύματα. Ο Θησέας, για να αποδείξει στον Μίνωα την θεία του καταγωγή καταδύθηκε στη θάλασσα και αναδύθηκε στην επιφάνεια ντυμένος με πορφυρό ένδυμα. Η χρήση της πορφύρας όμως συνεχίζεται στους γεωμετρικούς και κλασικούς χρόνους με έμφαση στην Ρωμαϊκή περίοδο όπου υπήρχε νόμος που απαγόρευε σε κοινούς θνητούς να ντύνονται με πορφυρά ρούχα. Από τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους ονομαστά για την παραγωγή πορφύρας ήταν η Ρόδος, η Κως, η Αμοργός, η Χίος και η Νίσυρος, η οποία ονομαζόταν παλιότερα και Πορφυρίς. Στη Θεσσαλονίκη υπήρξε και σύλλογος πορφυροβαφέων ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα, τα σπουδαιότερα κέντρα αλιείας και παραγωγής ήταν τα παράλια της Λακωνίας και της Κορινθίας της οποίας τα νομίσματα είχαν την εικόνα της πορφύρας. Κέντρα αποτελούσαν επίσης η ανατολική παραλία της Ευβοίας και η παραλία της Αργολίδας. Στο λιμάνι της Ερμιόνης είχαν κατασκευασθεί τα υφάσματα του θησαυρού του Δαρείου, του οποίου κύριος έγινε αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο τα υφάσματα αυτά αντιπροσώπευαν ποσό 5000 ταλάντων. Στην Ευρώπη σημαντικά κέντρα πορφύρας υπήρχαν στην Καλαβρία, τη Δαλματία, τη Σικελία, την Ίστρια, κ.ά.
Η διαδικασία παραγωγής της πορφύρας ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα και το τελικό προϊόν άξιζε το βάρος του σε χρυσό. Το 1909 εντοπίσθηκε και μελετήθηκε από τον Paul Friedländer η χημική της σύνθεση. Η πορφύρα παράγεται από τον υποβράγχιο αδένα, που βρίσκεται στην κοιλότητα του μανδύα ορισμένων ζώντων θαλασσίων οργανισμών. Γι’αυτό ο Όμηρος αποκαλεί τα πορφυρά υφάσματα αλιπόρφυρα. Πολλοί θεωρούν πως η βαφή χρησιμεύει ως αμυντικός μηχανισμός, όπως συμβαίνει με το μαύρο μελάνι στο χταπόδι και τη σουπιά.
Το χρώμα ποικίλει από μπλε μέχρι μωβ, σκούρο κόκκινο, πορφυρό. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι η πιο επιθυμητή απόχρωση ήταν αυτή που έδινε την εντύπωση πηγμένου αίματος. Για να προσελκύσουν τα μαλάκια τοποθετούσαν δολώματα μέσα σε καλάθια από λυγαριά. Στη συνέχεια το όστρεο αποχωριζόταν από τη σάρκα, όπου βρίσκεται ο αδένας του μαλακίου. Η όλη διαδικασία διαρκούσε 10 ημέρες. Χρειάζονταν 8000 γρ. σάρκας μαλακίου για την παρασκευή 500 γρ. χρωστικής ουσίας. Το τελικό προϊόν ήταν μια παχύρευστη υγρή βαφή. Στην αρχή άχρωμη έως υποκίτρινη, αποκτούσε έπειτα το περίφημο κόκκινο χρώμα με την έκθεσή της στον ήλιο και την επίδραση του ειδικού ενζύμου “Πορφυράση”. Δώδεκα χιλιάδες όστρεα του είδους Murex Brandaris, παράγουν τόση βαφή, όση χρειάζεται για να βαφεί μόνον ο περίγυρος ενός απλού ενδύματος.
Από αρχαιολογικής απόψεως, υποστηρίζεται ότι προηγούνται οι κάτοικοι του Αιγαίου στη χρήση της πορφύρας. Οι Μινωίτες της Κρήτης, των Κυθήρων, της Σαντορίνης και όλων των μινωικών εγκαταστάσεων στο Αιγαίο αλίευαν τα τρία συγκεκριμένα είδη μαλακίων: Murex brandaris, Purpura/Thais haemastoma και Murex trunculus.
Τα κείμενα περί βασιλικών πορφυρών υφασμάτων πινακίδων Γραμμικής Β’ του 13ου π.Χ. αιώνα που βρέθηκαν στην Κνωσσό, οι αναπαραστάσεις πορφυρών ενδυμάτων και τέλος η παρουσία οστρέων Murex στην Κρήτη και το Αιγαίο υπήρξαν αφορμή για την υποστήριξη της άποψης ότι οι Αιγαιοπελαγίτες υπήρξαν οι πρωτοπόροι. Στις περισσότερες παράκτιες εγκαταστάσεις των Μινωιτών και αργότερα των Μυκηναίων βρίσκονται διάφορα όστρεα του είδους Murex θρυμματισμένα. Συγκεκριμένα στην Κρήτη, στο Παλαίκαστρο (γύρω στο 1600 π.Χ.) υπάρχουν πολλά Murex αναμειγμένα με κεραμική της Μεσομινωικής και Υστερομινωικής περιόδου. Ανασκαφικά ευρήματα που μαρτυρούν την ύπαρξη τους βρέθηκαν επίσης στο ανάκτορο του Ζάκρου, στο Κουφονήσι, στον Μακρύγυαλο, στον Μύρτο, στον Πύργο, στα Μάλια, στην Κνωσσό, στην Τύλισσο, στον Γιούκτα, στον Κομμό, στα Χανιά, στις Κυκλάδες, στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, στα Κύθηρα, στις Πελοποννησιακές ακτές, στην Αργολίδα, στην Αττική, στην Αίγινα, στην Κύπρο, στην Τροία και στις ακτές της Μικράς Ασίας.
Από τη μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι η αρχή της παραγωγής πορφυρού χρώματος θα πρέπει να τοποθετηθεί σε φάση πρωιμότερη της Υστερομινωϊκής περιόδου. Τότε ακριβώς επιβεβαιώνεται η παρουσία της όπως μαρτυρούν και οι πινακίδες της Κνωσσού. Παραμένει όμως αναπάντητος ο προβληματισμός σε ότι αφορά στη γένεση και στην έκταση της παραγωγής. Παρόλο που το πορφυρό χρώμα είναι σήμερα συνθετικό, η παραγωγή και η διακίνηση του είναι ένα θέμα που δεν παύει να προβληματίζει παλαιότερους και νεότερους ερευνητές.